-
1 σιγουριά
η1) точность, определённость; безусловность, несомненность; 2) прочность, надёжность; безопасность; 3) уверенность -
2 σιγουριά
güvenlik, emniyet -
3 σιγουριά
1) assurance2) certitude -
4 σιγουριά
1) asekuracja (f) rzecz.2) pewność (f) rzecz.3) ubezpieczenie (n) rzecz.4) zapewnienie (n) rzecz. -
5 σιγουριά
1) jistota2) pojištění3) sebedůvěra4) sebejistota5) ujištění6) záruka -
6 σιγουριά
assuranceΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σιγουριά
-
7 уверенность
уверенность ж η βεβαιότητα, η σιγουριά· с \уверенностью με σιγουριά* * *жη βεβαιότητα, η σιγουριάс уве́ренностью — με σιγουριά
-
8 достоверность
достоверн||остьж τό ἀξιόπιστον, ἡ αὐθεντικότητα [-ης], ἡ ἐγκυρότητα [-ης]:можно с \достоверностьостью сказать μπορεί νά πή κανείς μέ σιγουριά. -
9 надежность
надежн||остьж ἡ στερεότητα [-ης], ἡ σταθερότητα [-ης] (солидность, прочность)/ ἡ σιγουριά (верность)! ἡ ἀσφάλεια (безопасность). -
10 уверенность
уверенн||остьж ἡ σιγουριά, ἡ βεβαιότητα, ἡ πεποίθηση [-ις]:\уверенностьость в себе ἡ αὐτοπεποίθηση· в полной \уверенностьости ἀπόλυτα βέβαιος' сказать с \уверенностьостыо προφέρω μέ πεποίθηση· выразить \уверенность ἐκφράζω τήν πεποίθηση. -
11 верность
-и θ.1. πίστη, σιγουριά, αλήθεια, ακρίβεια.2. αφοσίωση, αγάπη•верность родине πίστη στην πατρίδα•
верность присяге πίστη στον όρκο.
-
12 надёжность
-и θ.σιγουριά• βασιμότητα. || σταθερότητα• στερεότητα. -
13 ненадёжность
-и θ.1. το αβάσιμον, το αστήρ ικτον, η μη σιγουριά.2. αστάθεια επισφάλεια, το επισφαλές. -
14 несомненность
-и θ.η μη αμφιβολία• το αναμφίβολο, το αναμφισβήτητο σιγουριά. -
15 основательность
-и θ.βασιμότητα• θετικότητα• σιγουριά. -
16 самоуверенный
επ., βρ: -рен, -ренна, -о; πεπεισμένος, με πεποίθηση στον εαυτό• σίγουρος•-ое спокойствие ηρεμία από πεποίθηση, σιγουριά•
-ая улыбка χαμόγελο πεποίθησης.
-
17 уверенно
επίρ.σίγουρα, με σιγουριά, με βεβαιότητα, με πίστη, με πεποίθηση. -
18 уверенность
-и θ.πίση, πεποίθηση, βεβαιότητα, σιγουριά•уверенность в победе πίστη στη νίκη•
уверенность в себе αυτοπεποίθηση•
в полной -и με πλήρη πεποίθηση•
с большой -ью με μεγάλη πεποίθηση.
-
19 emniyet
ασφάλεια, σιγουριά -
20 güvenlik
ασφάλεια, σιγουριά
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σιγουριά — η 1. ασφάλεια: Δεν υπάρχει καμιά σιγουριά σ αυτή τη δουλειά που κάνει. 2. βεβαιότητα: Το λες αυτό με σιγουριά; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σιγουριά — η, Ν [σίγουρος] 1. ασφάλεια, σταθερότητα («όταν οδηγώ το αυτοκίνητο με μικρή ταχύτητα, αισθάνομαι σιγουριά») 2. βεβαιότητα … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
άδεια — Η ελευθερία να κάνει κανείς ό,τι θέλει· έγγραφο παροχής ελεύθερης ενέργειας σε ορισμένο ζήτημα (π.χ. ά. γάμου)· ευκαιρία, ελεύθερος χρόνος και, στα αρχαία ελληνικά, αφοβία, ασφάλεια και αμνηστία. ά. απόπλου. Η ά. για την αναχώρηση ενός πλοίου από … Dictionary of Greek
αδεής — (I) ἀδεής, ές (Α) 1. αυτός που δεν φοβάται κάτι, άφοβος, θαρραλέος 2. που δεν προκαλεί ανησυχία ή άγχος, ασφαλής, σίγουρος 3. που δεν προξενεί φόβο, ο μη τρομακτικός 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀδεές ασφάλεια, σιγουριά 5. επίρρ. ἀδεῶς α) χωρίς φόβο ή… … Dictionary of Greek
αμεριμνία — ἀμεριμνία, η (AM) [ἀμέριμνος] 1. αμεριμνησία, ξενοιασιά 2. ασφάλεια, σιγουριά … Dictionary of Greek
ασφάλεια — Σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής, με αντάλλαγμα την καταβολή ορισμένου ποσού (που ονομάζεται ασφάλιστρο), αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο μέσα στα όρια της συμφωνίας, για τη ζημιά που έπαθε από ένα ατύχημα (α. κατά… … Dictionary of Greek
ασφάλιση — η (Μ ἀσφάλισις) εξασφάλιση, ασφάλεια, σιγουριά νεοελλ. 1. η ένωση προσώπων που είναι εκτεθειμένα σε ομοειδείς κινδύνους και έχουν αυτοτελείς αμοιβαίες αξιώσεις για ασφαλιστική παροχή … Dictionary of Greek
ασφαλής — ( ούς), ές (AM ἀσφαλής, ές) Ι. 1. αυτός που δεν κινδυνεύει να πέσει, ο στερεός 2. εκείνος που παρέχει ασφάλεια, σιγουριά 3. (για λόγους ή καταστάσεις) αναμφισβήτητος, ακριβής 4. φρ. «εκ του ασφαλούς», «εξ ασφαλούς» από ασφαλή, σίγουρη θέση, χωρίς … Dictionary of Greek
βεβαίωση — Η δήλωση ενός προσώπου ή μιας αρχής για την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας κατάστασης ή ενός γεγονότος. Ενδιαφέρει το δίκαιο από πολλές απόψεις και αναφέρεται πολύ συχνά στους νόμους, ως αναγκαία προϋπόθεση για τη δημιουργία ή τη μεταβολή μιας έννομης… … Dictionary of Greek
βεβαιοσύνη — η (Α βεβαιωσύνη, Μ βεβαιοσύνη) [βέβαιος] βεβαιότητα, σιγουριά νεοελλ. 1. επικύρωση, διαβεβαίωση 2. πραγματικότητα, αλήθεια … Dictionary of Greek